Για την αρχική αρχιτεκτονική του καθολικού του Ναού της Μονής Στάγιας δεν έχουμε καμία επισταμένη αρχαιολογική μελέτη. Προσπάθεια της Κοινότητας με επιστολή της προς την Βυζαντινή αρχαιολογική Υπηρεσία Λάρισας δεν ευδοκίμησε ακόμη.

Το καθολικό του ναού του Αγίου Νικολάου του νέου, στην κατάσταση που σώζεται σήμερα, είναι ένα απλό ορθογώνιο κτίσμα (16,50μ. x 7,80μ.) όπου Ανατολικά προεξέχει η τρίπλευρη εξωτερική κόγχη του Ιερού την οποία χωρίζουν λίθινα ισο-υψή πλαίσια, με ένα μικρό παράθυρο στον κεντρικό λοβό. Τοιχογραφίες στο εσωτερικό του Ναού δεν υπάρχουν. Μέσα στα στοιβαγμένα ερείπια στη ΝΔ πλευρά του ναού πιθανόν κάτι να ανασυρθεί. Ο ναός ανακαινίσθηκε το 1844μ.Χ και η χρονολογία είναι χαραγμένη στην τοιχοδομία του ναού αριστερά της βορινής εισόδου. Όπως δε λέγεται τα κύρια υλικά που χαρακτηρίζουν το Ναό τοποθετήθηκαν στην ιδία θέση όπως ήταν και πριν. Ο Ναός μέχρι το 1965 χωριζόταν στο Ιερό, τον κυρίως ναό και τον πρόναο. Τότε το εσωτερικό λιθόστρωτο του ναού επιχρίσθηκε με τσιμέντο και ενώθηκε ο πρόναος με τον κυρίως Ναό.

Στο κέντρο του πατώματος του κυρίως Ναού υπάρχει στρογγυλή χαραγμένη πλάκα διαμέτρου ενός περίπου μέτρου, με κάποιες χαραγμένες παραστάσεις, (αν ενθυμούμαστε καλά) είναι όμως καλυμμένες με το επίχρισμα τσιμέντου και δεν μπορούμε να αντλήσουμε περισσότερα στοιχεία.

Η εντοιχισμένη λαξεμένη επιγραφή, ως υπέρθυρο, που είναι τοποθετημένη πάνω από τη βορινή θύρα του Ναού μας πληροφορεί το χρόνο που ιδρύθηκε η μονή. Πρόκειται για μια μεγάλη πέτρινη μονοκόμματη πλάκα (1,33μ. x 0,66μ. x 0,16μ.) σκαλισμένη στο κάτω μέρος κυκλικά σε τρεις κλίμακες, ώστε να προσδίδει ύψος στη θύρα. Την επιγραφή στηρίζουν και στολίζουν κιονόκρανα πάνω από τις εντοιχισμένες τετράγωνες κολόνες δεξιά και αριστερά από τη θύρα του Ναού. Όλα μαζί και με τις βάσεις των κιόνων σχηματίζουν το συνολικό ύψος της θύρας.

Η επιγραφή στο κέντρο του άνω μέρους φέρει χαραγμένο το σημείο του Σταυρού. Ποιο κάτω δεξιά τη χρονολογία ανέγερσης του ναού « ΑΒΓ 828 » δηλαδή Αύγουστος του 828μ.Χ. Τη χρονολογία της επιγραφής μας την επιβεβαίωσε το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών με την επίδειξη φωτογραφίας. Θα πρέπει όμως να συγκριθεί και με παρόμοιες επιγραφές που αναφέρει στο βιβλίο του ο Κ. Ζησίου «Ελληνικές χριστιανικές επιγραφές» στα νούμερα 166, 175, 176 και 220 . Αριστερά και δεξιά του Σταυρού (στην επιγραφή) είναι χαραγμένες δύο κεφαλές λεόντων οι οποίες είναι στραμμένες και βλέπουν προς το κέντρο της επιγραφής. Με τη ζωηρή κίνηση της χαίτης, τη ρωμαλέα κυρτότητα του λαιμού και το έντονο βλέμμα τους ελέγχουν την είσοδο, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν τη διάθεση τους να περιφρουρήσουν τα ιερά και όσια της Μονής, προξενώντας δέος αλλά και εμπιστοσύνη στον προσκυνητή. Στο άνω δεξιό μέρος του Σταυρού υπάρχει ευδιάκριτη κεφαλή ανθρώπου με αχνά ίχνη του υπολοίπου σώματος που όλα μαζί συνθέτουν μια συνηθισμένη παράσταση των παλαιοχριστιανικών χρόνων, ίσως, ο Δανιήλ και τα λιοντάρια του. Παρόμοια παράσταση εικονίζεται στην Ιστορία Χάρη Πάτση τόμος 3 σελίδα 471 .

Επίσης επάνω στη δεξιά κεφαλή του λέοντος υπάρχει χαραγμένο το γράμμα «Ρ»

Η έντονη γραφή του μαρτυρά ότι ίσως να χαράχτηκε από άλλο χέρι αργότερα. Τι να συμβολίζει άραγε; Από πιο αλφάβητο να είναι παρμένο; Να συμβολίζει την πρώτη χιλιετία; τα πρώτα 100 χρόνια της Μονής; την κεφαλή του λέοντος; τον κτήτορα ιερέα; την επαρχία; τις μυριάδες;.

Υπάρχουν ακόμη στην επιγραφή και άλλα αχνά ίχνη χαραγμένα, αλλά φθαρμένα και δυσδιάκριτα από το πέρασμα των αιώνων .

Το υπέρθυρο της δυτικής θύρας της Μονής είναι μια μονοκόμματη πέτρα καμπυλωτά σκαλισμένη και αν έφερε κάποιες παραστάσεις είναι τόσο φθαρμένο, που δεν διακρίνεται τίποτα.

Η δράση της Μονής θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στην ευρύτερη δικαιοδοσία της Επισκοπής Υπάτης και στις γενικότερες κοσμοϊστορικές, εκκλησιαστικές και διοικητικές αλλαγές και ανακατατάξεις που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος.

Κατά την διάρκεια των χρόνων που πέρασαν από την ίδρυση της Μονής, σημειώθηκαν στην περιοχή πολλές επιδρομές από μεταναστευτικούς λαούς, οι οποίοι άλλοι μεν πέρασαν αφού κατέστρεψαν και λεηλάτησαν τον τόπο και άλλοι αποίκησαν την περιοχή. Οι δεύτεροι εναρμονίστηκαν μεν με το Ελληνικό στοιχείο, τη γλώσσα, τη χριστιανική πίστη τα ήθη και τα έθιμα των παλαιών κατοίκων, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να δημιουργούν δεινά και διώξεις σ’ αυτούς. Μέσα σε αυτή τη δίνη των αλλαγών φαίνεται πως η Μονή κατεστράφη και εγκαταλείφθηκε. Οταν όμως επέστρεψαν οι κάτοικοι του καταστραφέντος κοντινού χωριού – σήμερα η θέση αυτή ονομάζεται “Παλαιοχώρα” – από την Δωρίδα και την Αχαΐα που είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν από την οργή των γειτόνων τους, ανακαίνισαν και το Ναό της Μονής, αλλά όπως φαίνεται δεν λειτούργησε ποτέ πλέον σαν Μοναστήρι.

Ο σημερινός Ναός της Μονής έχει μόνο Ιστορικό και θεολογικό ενδιαφέρον παρά αρχιτεκτονικό, διότι αποτελεί το ακατάλυτο σύμβολο της πίστεως των κατοίκων μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Παραμένει όμως ακόμα ανεξερεύνητος.

Το μετόχι της Μονής, παλαιά, από όσα γνωρίζουμε, καταλάμβανε μία σημαντικά μεγάλη έκταση, τόσο γύρω από τη μονή, που σήμερα αποτελούν αγροκτήματα των κατοίκων του χωριού Στάγια, όσο και το χώρο που έχει κτισθεί το σημερινό χωριό, καθώς, και τη δασώδη περιοχή του Γαύρου, της οροσειράς του όρους Γουλινά, που άγγιζε τον κάμπο της κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού. Τη δασώδη αυτή περιοχή την κατέλαβαν οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι ισχυρίζονται – ακόμη και σήμερα – ότι το τμήμα από το μετόχι Γαύρος δεν καταπατήθηκε, αλλά πουλήθηκε σ’ αυτούς από προεστό της Στάγιας.

 

* Τα κείμενα έχουν αναρτηθεί από “ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΣΤΑΓΙΑΣ” του Ελευθέριου Γ. Ρήγα.