Μετά από την πρόσφατη ισοπέδωση του χώρου και την απομάκρυνση των υλικών εκχωμάτωσης, στο νοτιοανατολικό περίβολο του Ναού, ήρθαν στο φως θεμέλια παλαιών κτισμάτων. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για τα κελιά των μοναχών ή για την εστία τους, το φωτάναμα ή για αποθήκες. Αυτά δεν μπορούμε να τα ταυτίσουμε με βεβαιότητα με κάποιο από τα παραπάνω. Επίσης ήρθε στο φως τάφος κτισμένος με όρθιες πέτρινες πλάκες, ένα μέτρο μακριά από τη δυτική θύρα του Ναού ο οποίος όταν αποκαλύφθηκε μέσα σε λίγες ημέρες συλήθηκε. Ίσως να πρόκειται για τον τάφο του κτήτορος της Μονής ή κάποιου άλλου επιφανούς προσώπου.

Εάν στο μέλλον επαναληφθεί μία παρόμοια ενέργεια, για την πληρέστερη ισοπέδωση του χώρου, τότε θα εξαφανισθούν και τα τελευταία εναπομείναντα θεμέλια των κτισμάτων, γι’ αυτό θα πρέπει να ενημερώνονται διαδοχικά οι εκάστοτε εκκλησιαστικοί υπεύθυνοι της κοινότητας.

Αναμφίβολα, υπάρχουν πολύ περισσότερα στοιχεία που μπορούν να αξιολογηθούν, τα οποία δεν είναι εμφανή με την πρώτη ματιά ενός μη ειδικού. Τούτο όμως είναι έργο των Βυζαντινών αρχαιολόγων, αλλά μέχρι τότε εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να τα προστατεύουμε.

Η Μονή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που η ζωή των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και σκληρή, στέγασε πολλούς περαστικούς κλέφτες και επώνυμους οπλαρχηγούς και αποτέλεσε το κρησφύγετο πολλών αγωνιστών της περιοχής.

Πολύ κοντά στη Μονή στην απόκρυφη τοποθεσία «μαγαζί » οι κλέφτες έκρυβαν τα βόλια και τη μπαρούτη, που προμηθεύονταν από τους μπαρουτόμυλους του Μαυρίλου. Εδώ έδιναν οι κλέφτες τον όρκο τους στην πίστη του Χριστού για την ελευθερία του γένους και γινόταν η αδελφοποίηση μεταξύ τους, άλλοτε με την καθιερωμένη ευχή ιερέως και άλλοτε παρουσία μαρτύρων δηλαδή γινόντουσαν «σταυραδέρφια», «αδερφοποιητοί». Το έθιμο της αδελφοποίησης στη Μονή κράτησε και μετά την απελευθέρωση του έθνους, παρά την απαγόρευση από την εκκλησία το 1834μ.Χ. να διαβάζεται η ευχή από ιερέα. Η τελευταία αδελφοποίηση αναφέρεται στο έτος 1910μ.Χ. περίπου μεταξύ συγχωριανών .

 

* Τα κείμενα έχουν αναρτηθεί από “ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΣΤΑΓΙΑΣ” του Ελευθέριου Γ. Ρήγα.