Η θέσης της Μονής

Σε ύψος 1050 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Οξιά της οροσειράς Βαρδουσιών στην ορεινή Δυτική Φθιώτιδα, απ' όπου πηγάζει ο μεγαλύτερος παραπόταμος του Σπερχειού ποταμού με τις γνωστές ονομασίες του, Ίναχος, Ξηριάς, η Βίστριτζα βρίσκεται το πανέμορφο «Μοναστήρι της Οξιάς», « Α γ ί α ς », ή της Στάγιας ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος ο εν Βουνένοις, που απέχει από το χωριό Στάγια περίπου 600 μέτρα.
Το συναντάμε 32 χιλιόμετρα από τη Σπερχειάδα, κτισμένο πάνω σε ένα λοφίσκο κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο, να δεσπόζει ανάμεσα στο πυκνό δάσος από πανύψηλες, αιωνόβιες βελανιδιές απαράμιλλης ομορφιάς.

 

Η Ίδρυση της Μονής

Οι κάτοικοι του χωριού και της γύρω περιοχής πολλά έχουν να διηγηθούν για το σημαντικό Μοναστήρι της Στάγιας, σημείο αναφοράς της περιοχής, στο οποίο μάλιστα το χωριό οφείλει την ονομασία του. Η αλήθεια της ιστορίας των πρώτων χρόνων της Μονής σώζεται μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού, που τώρα τελευταία συζητείται ευρέως, ταυτίζεται όμως απόλυτα με τα αποδεικτικά στοιχεία, που αντλούμε μέσα από τα ερείπια του χώρου και τον σημερινό Ιερό Ναό. Εάν προϋπήρχε Ναός ή Μονή στο χώρο, πριν από τα αποδεικτικά ευρήματα, δεν μπορεί να αποδειχθεί, αφού δεν έγινε καμία αρχαιολογική ερευνά. Όλα έχουν χαθεί στα βάθη των αιώνων. Μια αναπόδεικτη μαρτυρία μας πληροφορεί ότι προϋπήρχε παρεκκλήσι της Θεοτόκου από το 584 μ. X.
Σε αυτή την ορεινή γωνιά της Δυτικής Φθιώτιδας το Μοναστήρι ζει τις δόξες του και συντροφεύει τους κατοίκους του χωριού μας αιώνες και αιώνες σε χαρές και λύπες, δυναμώνει και γιγαντώνει τη θέληση των ανθρώπων που απιθώνουν τις ελπίδες τους στον Άγιο.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, μοναχοί από την Πόλη (την Κωνσταντινούπολη) επισκέφτηκαν τον τόπο, είδαν το τοπίο και παρέμειναν στο χώρο, όπου αργότερα έκτισαν μεγαλοπρεπή Ναό, λείψανα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα, από τα οποία αντλούμε πολύτιμα στοιχεία για την ίδρυση της Μονής. Μία δεύτερη εκδοχή αλλά λιγότερο πιστευτή, θέλει τους μοναχούς να ήρθαν από την Θεσσαλία.

Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι η Μονή ιδρύθηκε κατά την περίοδο της «εικονομαχίας» (717μ.Χ - 867μ.Χ ) δηλαδή της συγκρούσεως των Βασιλέων του Βυζαντίου με την εκκλησία για την αναστήλωση των εικόνων. Ήταν η χρονική περίοδος που στο Βυζάντιο βασίλευε ο Μιχαήλ Β' ο Τραυλός (820μ.Χ-829μ.Χ), εποχή που οι «εικονομαχικές διαφωνίες» είχαν αναβιώσει, αφού και ο ίδιος ο Βασιλεύς του Βυζαντίου ζήτησε προστασία από τον Βασιλέα της Ρώμης Λουδοβίκο - όπως πληροφορούμαστε από επιστολή του - να προτρέψει τον Πάπα να μην «αποδέχεται τους εικονολάτρες» μοναχούς στην επικράτεια του.

Γενικότερα, όπως αναφέρουν Ιστορικές και Εκκλησιαστικές πηγές, με την διάλυση της Μεγάλης Μονής Στουδίου και πολλών άλλων Μονών στην Κωνσταντινούπολη και τη Χαλκηδόνα, οι μοναχοί , αφού πήραν μαζί τους ό,τι πολυτιμότερο μπόρεσαν , διασκορπίστηκαν και κατέφυγαν ιδίως στον παλαιό Ελλαδικό χώρο, διότι οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, δεν παρασύρθηκαν από τους αιρεσιάρχες εικονομάχους Βασιλείς και τους διορισμένους από αυτούς Πατριάρχες, αλλά παρέμειναν «εικονολάτρες». Εκεί, αναζητώντας απόκρυφα ορεινά καταφύγια ίδρυσαν «αυτόνομες» Μονές, μακριά από τα βλέμματα και την οργή των «εικονομάχων». Έτσι φαίνεται πώς επιλέχθηκε και ο απομεμακρυσμένος αυτός ορεινός τόπος «των Σταγίων», της Στάγιας, για να φιλοξενήσει εκδιωχθέντες μοναχούς της Πόλης, που ίδρυσαν τη Μονή το 828μ.Χ η οποία μάλιστα όπως λέγεται, ανακηρύχθηκε σε Επισκοπή, αλλά όπως φαίνεται σύντομα διαλύθηκε.
Την ιδία περίοδο, και συγκεκριμένα ένα χρόνο αργότερα από την ίδρυση της Μονής Στάγιας το 829μ.Χ, βλέπουμε ότι στην περιοχή Υπάτης μεταφέρεται από την Προύσα της ανατολής η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας, πιθανόν μία από τις εικόνες που ζωγράφισε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς. Την ιδία περίοδο βλέπουμε πώς ιδρύθηκαν και πολλά άλλα Μοναστήρια στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια όπως του Μεγάλου Σπηλαίου, της Αγίας Αθανασίας στην Αίγινα, στον Ορχομενό Βοιωτίας κλπ. Αυτό αποδεικνύει την κίνηση μοναχών από την Ανατολή προς την κυρίως Ελλάδα.

Από τις διηγήσεις αξιόπιστων κατοίκων του χωριού Στάγιας καθώς και από άλλους της γύρω περιοχής πληροφορούμαστε ότι, όταν ιδρύθηκε η Μονή ήταν Επισκοπή και έγινε σημαντικό κέντρο πολιτιστικής και θρησκευτικής ζωής του τόπου και πως μέσα στο ναό φυλάσσονταν ανεκτίμητοι θησαυροί, όπως εικόνες, λείψανα Αγίων, Ιερά κειμήλια, κ.α. Έγγραφες όμως μαρτυρίες που να επιβεβαιώνουν αυτές τις πληροφορίες δεν ανεβρέθηκαν. Επομένως, όλα αυτά θα πρέπει να ερευνηθούν για να αποδειχθούν. Η αρχαιολογική σκαπάνη, όταν επέμβη, είναι πολύ πιθανόν να φέρει στο φως ευρήματα που θα μας φωτίσουν πολύ περισσότερο. Γεννάται όμως το ερώτημα αν η Μονή ήταν όντως Επισκοπή.

Πώς είναι δυνατόν οι διηγήσεις και η παράδοση που ζουν αιώνες στα στόματα απλών αγράμματων βοσκών, να συμπίπτουν απόλυτα με τις γενικότερες γραπτές εκκλησιαστικές και ιστορικές πηγές, ότι δηλαδή ιδρύθηκαν Επισκοπές από «εικονοφίλους» μοναχούς, όταν μάλιστα αυτοί δεν είχαν καμία πρόσβαση σε αυτές τις πηγές και να μη γίνονται πιστευτές;
Όπως είναι γνωστό στους «σκοτεινούς Βυζαντινούς χρόνους» ιδρύθηκαν Επισκοπές από «εικονοφίλους» ή και άλλους μοναχούς, οι οποίοι αυτο-ανακηρύχθηκαν Επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι την επικρατούσα αναρχία στην εκκλησία του Βυζαντίου. Πολλοί μάλιστα από αυτούς παραβρέθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους και μάλιστα «εγένοντο δεκτοί» από τους επίσημους συνοδικούς. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την πρώτη παράγραφο του κειμένου τής Ιεράς Συνόδου η οποία συνήλθε το 861μ.Χ στην Κωνσταντινούπολη και προσπάθησε να επιφέρει την τάξη στην άναρχη κατάσταση πού επικρατούσε στους κόλπους της εκκλησίας. «...Όνομα μοναστηριού ταις οικοίαις περιουσίαις περιθέμενοι και Θεό καθ’ αγιάζειν ταύτας επαγγελόμενοι κυρίους τε των αφιερωθέντων εαυτούς αναγράφουσι και μονή την προσηγορία το θειον αφοσιούν εκμηχανάσθαι διαγνώκασι, την αυτήν δε εξουσίαν και μετά την αφιέρωσιν σφετερίζεσθαι ην παρ’ έχειν ουκ εκωλύοντο...»
Στους ειδικούς καταλόγους «το ΤΑΚΤΙΚΟΝ» του Μανουήλ Κομνηνού (1143μ.Χ- 1180μ.Χ) «Εκκλησία Νέων Πατρών» αναφέρεται ότι στο Μητροπολιτικό Θρόνο της Επισκοπής Υπάτης, υπάγονταν και οι επισκοπές «Μαρμαριτζών», «Βελλάς» και «Αγίας».

 

Στην δε «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος» τόμος Β' σελ. 116-117 του Γεράσιμου Κονιδάρη που αναφέρεται στην Επισκοπή Υπάτης στους πίνακες των επισκοπών και επισκόπων που υπάγονταν σε αυτή «Μαρμαριτζών, Βελ(λ)άς, Αγίας, Γαζάλων, Κουτσιάγρων, Σιβίκτου, Βαριάνης» αναγράφεται και η επισκοπή Αγίας αλλά δεν προσδιορίζεται η γεωγραφική θέση της όπως και άλλων επισκοπών.

Όλα τα στοιχεία συμπίπτουν με την επισκοπή «Αγίας» (της Στάγιας) καθ' ότι καμία άλλη τοποθεσία ή παλαιά Μονή, στην ευρύτερη περιοχή της Υπάτης δεν υπάρχει που να συμπίπτει με το όνομα «Αγίας».

Επομένως θα πρέπει να δεχθούμε αναμφιβόλως ότι η Μονή ταυτίζεται με την επισκοπή «Αγίας» της Στάγιας.
Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα τα ιδρυθέντα χριστιανικά Μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί λάτρευαν το Θεό και παράλληλα μάχονταν για την πίστη του Χριστού και τις ιδέες τους δεν μπορούν να αγνοηθούν από τη θρησκευτική και πολιτιστική μας κληρονομιά.

* Τα κείμενα έχουν αναρτηθεί από "ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΣΤΑΓΙΑΣ" του Ελευθέριου Γ. Ρήγα.